- παρασπόνδειος
- παρασπόνδ-ειος, ον,A at or for a libation : παρασπόνδεια, τά (sc. μέλη), Ph.2.484.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρασπόνδειος — ον, Α 1. αυτός που γίνεται κατά την διάρκεια σπονδών 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παρασπόνδεια (ενν. μέλη) ύμνοι που ψάλλονταν κατά τις σπονδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σπονδεῖος «αυτός που αναφέρεται στη σπονδή»] … Dictionary of Greek
παρασπονδείων — παρασπόνδειος at masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)